λαμπαύρας

λαμπαύρας
λαμπαύρας, ,
A v. λαμπαδίας. [full] λάμπεσκε, [dialect] Ion. Iterat. of λάμπω.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λαμπαύρας — λαμπαύρας, ὁ (Α) ο αστέρας λαμπαδίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. λάμπω + αὔρα] …   Dictionary of Greek

  • λαμπαδίας — (Αστρον.). Ελληνική ονομασία του αστέρα Αλντεμπαράν (αραβ. Al Dabaran = ο ακόλουθος, λόγω του γεγονότος ότι φαίνεται να ακολουθεί τις Πλειάδες) που ανήκει στον αστερισμό του Ταύρου. Ο Λ. ονομάζεται επίσης οφθαλμός του Ταύρου, επειδή στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”